Ο οργασμός αναμφίβολα είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της γυναικείας σεξουαλικότητας. Διαχρονικά, αποτελεί το βασικό προβληματισμό, τόσο των ειδικών θεραπευτών, όσο και των αντίστοιχων ερευνητών που επιχειρούν να κατανοήσουν τους βιολογικούς και ψυχικούς μηχανισμούς που τον διέπουν.
Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς το γυναικείο οργασμό ως ένα πολύπλοκο σύστημα πολυπαραγοντικών δεδομένων, που οι μύθοι και οι αντιλήψεις, τον μπερδεύουν ακόμη περισσότερο. Η σημαντικότητά του, αναγκάζει τη γυναίκα να καθηλώνεται αγχωτικά στην αναζήτησή του, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις να παγιδεύεται μοιραία, όταν πιστεύει ότι όλη της η σεξουαλική συμπεριφορά είναι η οργασμική της κορύφωση.
Ποια είναι τα στάδια της σεξουαλικής πράξης;
Η σεξουαλική πράξη αποτελείται από τέσσερα στάδια. Το πρώτο είναι το στάδιο της επιθυμίας, όπου έχουμε την αφύπνιση των ψυχικών και σωματικών αισθήσεων. Ακολουθεί η φάση της διέγερσης, όπου πραγματοποιείται η σωματική προετοιμασία και κυρίως η κολπική εφύγρανση.
Η επόμενη φάση είναι αυτή του οργασμού, όπου έχουμε την οργασμική κορύφωση, και τη φάση της χαλάρωσης (ηρεμίας), που τόσο ψυχικά όσο και σωματικά η γυναίκα επανέρχεται στην αρχική της εικόνα προ της σεξουαλικής της εμπλοκής.
Η γυναίκα, από τη φάση της επιθυμίας, με την εγκεφαλική της ενεργοποίηση αφυπνίζει τους μηχανισμούς στο σώμα της και στα γεννητικά της όργανα, απαντώντας στα ερεθίσματα που αυξάνονται στη φάση της σεξουαλικής διέγερσης, δεύτερη φάση του σεξουαλικού κύκλου, προετοιμάζοντας τον κόλπο της με αντίστοιχη λίπανση και εφύγρανση για να φτάσει στη σεξουαλική πράξη της πεϊκής εισχώρησης.
Ο οργασμός, φαίνεται να ξεκινάει από το οργασμικό οροπέδιο (πλατό), που είναι η συνέχεια της σεξουαλικής διέγερσης της γυναίκας, προκειμένου να επέλθει η ολοκλήρωση της εφύγρανσης του κόλπου, η τάση της διόγκωσης των έξω γεννητικών οργάνων και κυρίως του αιδοίου. Ο κόλπος στα δύο εσωτερικά τριτημόρια διαστέλλεται και φουσκώνει, ενώ το εξωτερικό τριτημόριο διατηρεί την ελαστικότητά του. Όσο προχωρεί αυτή η φάση, τόσο ο μυϊκός τόνος αυξάνεται, τα εσωτερικά δύο τριτημόρια του κόλπου διαστέλλονται περισσότερο και ο κόλπος αλλάζει χρωματισμό.
Στη συνέχεια, μέσα από το παρασυμπαθητικό σύστημα, δημιουργούνται οι συγκινησιακές αντιδράσεις και η γυναίκα βιώνει τη στιγμή της πλήρους οργασμικής έξαρσης. Τότε, παρατηρείται αύξηση της καρδιακής συχνότητας στο διπλάσιο, πλήρης διόγκωση των μικρών και των μεγάλων χειλέων του αιδοίου, αύξηση του μυϊκού τόνου του περινέου και του πρωκτού και μεταβολή του χρώματος του κόλπου σε έντονο ερυθρό ή κυανέρυθρο.
Μετά τη φάση του οργασμού επέρχεται η φάση της αποκατάστασης, όπου ο οργανισμός επιστρέφει σταδιακά στην αρχική του κατάσταση. Η αποκατάσταση αυτή γίνεται αργότερα στην γυναίκα από ότι στον άνδρα και είναι πιθανό να εξακολουθούν να υπάρχουν συναισθήματα ευχαρίστησης και στη φάση αυτή.
Ποια είναι η σημασία του οργασμού στην σεξουαλική ζωή της γυναίκας; Μια γυναίκα πρέπει πάντα να έχει οργασμό;
Αναμφίβολα , η οργασμική κορύφωση για τη γυναίκα αποτελεί το επισφράγισμα της ηδονής και σηματοδοτεί το υψηλότερο σημείο της απόλαυσης κατά την σεξουαλική επαφή. Ωστόσο, ο οργασμός δεν είναι καθοριστικός και για την καλή σεξουαλική της ζωή.
Η απόλαυση της ερωτικής επαφής, η ψυχική και συναισθηματική συμμετοχή με τον ερωτικό της σύντροφο, αποτελούν σημαντικά στοιχεία στην ποιότητα της σεξουαλικής της έκφρασης. Με άλλα λόγια , αν μια γυναίκα δεν φτάσει στον οργασμό δεν σημαίνει ότι δεν απόλαυσε την σεξουαλική επαφή.
Αναμφίβολα πρέπει να συνεκτιμηθεί ο τρόπος που η ίδια βιώνει τη σεξουαλικότητά της, μέσα από τις εγγραφές και εμπειρίες της ζωής της, την αυτοεκτίμηση καθώς επίσης και την καλή εσωτερική ψυχική έκφραση για την εικόνα του σώματος.
Αυτό, διότι μέσα από τις κοινωνικές εγγραφές και μέσα από τον ρόλο που της αποδίδεται σαν αντικείμενο πόθου και πρωταγωνίστρια των σεξουαλικών φαντασιώσεων του άνδρα εραστή της, οδηγείται συχνά σε ένα άγχος αυτοπαρατήρησης που την αναγκάζει, πολλές φορές, να μη συμμετέχει πρωταγωνιστικά στη σεξουαλική διαδικασία, υποδυόμενη ρόλους ψεύτικου σεξουαλικού ερεθισμού. Είναι σημαντικό και για τους δύο να γνωρίζουν, ότι μια γυναίκα που δεν έχει οργασμό σε κάθε σεξουαλική επαφή, δεν είναι απαραίτητα ψυχρή ή δυσλειτουργική.
Ποιες είναι οι διαταραχές του οργασμού;
Οι διαταραχές του οργασμού χαρακτηρίζονται από την αδυναμία της γυναίκας να βιώσει την πλήρη ψυχοσωματική συμμετοχή και την αντίστοιχη ψυχική ηδονιστική έκφραση, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, αλλά και εκτός αυτής, όταν η ίδια δηλώνει αδυναμία κορύφωσης και στην επίμονη προσπάθεια ερεθισμού της κλειτορίδας.
Η διαταραχή του οργασμού φαίνεται να σχετίζεται με την κλειτοριδική ή κολπική αίσθηση κορύφωσης, που σε ορισμένες γυναίκες οι διαφορές είναι μεγάλες και χαρακτηρίζουν τόσο την απουσία του κολπικού οργασμού κατά την συνουσία, όσο και εκείνη του κλειτοριδικού (ερεθισμού με το χέρι).
Πολλές γυναίκες μπορούν να βιώσουν οργασμό με ερεθισμό της κλειτορίδας εκτός σεξουαλικής πράξης, αλλά δεν μπορούν να φτάσουν στον οργασμό στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αν δεν υπάρχει και σύστοιχος κλειτοριδικός ερεθισμός με το χέρι τους ή με το χέρι του συντρόφου τους.
Είναι γεγονός ότι η γυναίκα παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση σε όλη τη φάση της σεξουαλικής διέγερσης μέχρι την οργασμική κορύφωση, καθώς επίσης ότι με την πάροδο της ηλικίας βιώνει καλύτερες οργασμικές κορυφώσεις και η αποκτώμενη σεξουαλική εμπειρία, της προσφέρει και καλύτερες σεξουαλικές διεγέρσεις.
Η διαταραχή του οργασμού είτε ως πρωτοπαθής (η γυναίκα δεν μπορεί να βιώσει ούτε κλειτοριδικά ούτε κολπικά οργασμική κορύφωση), είτε δευτεροπαθής (η γυναίκα χάνει για κάποια περίοδο την οργασμική της ικανότητα), φαίνεται να είναι κεντρικό πρόβλημα της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Η διάγνωση της διαταραχής του οργασμού ουσιαστικά βασίζεται στην κρίση του κλινικού γιατρού που θα συνεκτιμήσει την οργασμική αυτή λειτουργία σε σχέση με την ηλικία, τη σεξουαλική εμπειρία και τη σημαντική συμμετοχή του σεξουαλικού ερεθισμού.
Καθώς επίσης, η διάγνωση θα βασιστεί και σε κοινωνικές παραμέτρους, περιβαλλοντικές συνθήκες αλλά και την προσωπικότητα της γυναίκας μαζί με το πολιτισμικό και πνευματικό της επίπεδο, που συνδέονται με τη γενικότερη νοοτροπία και κουλτούρα της. Συνοπτικά, η σύγχρονη ιατρική κοινότητα ορίζει την διαταραχή οργασμού ως την επανειλημμένη αδυναμία της γυναίκας να βιώσει οργασμό μετά από μια επαρκή φάση διέγερσης.
Υπάρχει θεραπεία για τις διαταραχές του οργασμού;
Οι διαταραχές του οργασμού είναι μια από τις συχνότερες σεξουαλικές δυσλειτουργίες της γυναίκας. Τα επιστημονικά στοιχεία για την ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των σεξουαλικών προβλημάτων στη γυναίκα είναι ενθαρρυντικά, καθώς οι γυναικείες σεξουαλικές δυσλειτουργίες αντιμετωπίζονται πλέον μέσα από πιο εξειδικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των σεξουαλικών δυσλειτουργιών στη γυναίκα (μειωμένη επιθυμία, σεξουαλική αποστροφή, διαταραχή οργασμού και διαταραχές πόνου) αποσκοπεί στην αποκατάσταση της σεξουαλικής λειτουργίας του ατόμου και του ζευγαριού.
Μεγάλη έμφαση δίνεται στην επικοινωνία του ζευγαριού που θεωρείται καθοριστικός παράγοντας. Πολύ συχνά, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα αντανακλούν μια προβληματική επικοινωνία του ζευγαριού, αλλά και τα μη εκφρασμένα συναισθήματα των συντρόφων μεταξύ τους (συνήθως της γυναίκας προς τον άνδρα) με αποτέλεσμα πολλές φορές να ζητάει μόνη λύση στο πρόβλημα που ίσως αφορά και στους δυο.
Πηγή : Θάνος Ασκητής και Βασιλική Ντούμου
Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς το γυναικείο οργασμό ως ένα πολύπλοκο σύστημα πολυπαραγοντικών δεδομένων, που οι μύθοι και οι αντιλήψεις, τον μπερδεύουν ακόμη περισσότερο. Η σημαντικότητά του, αναγκάζει τη γυναίκα να καθηλώνεται αγχωτικά στην αναζήτησή του, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις να παγιδεύεται μοιραία, όταν πιστεύει ότι όλη της η σεξουαλική συμπεριφορά είναι η οργασμική της κορύφωση.
Ποια είναι τα στάδια της σεξουαλικής πράξης;
Η σεξουαλική πράξη αποτελείται από τέσσερα στάδια. Το πρώτο είναι το στάδιο της επιθυμίας, όπου έχουμε την αφύπνιση των ψυχικών και σωματικών αισθήσεων. Ακολουθεί η φάση της διέγερσης, όπου πραγματοποιείται η σωματική προετοιμασία και κυρίως η κολπική εφύγρανση.
Η επόμενη φάση είναι αυτή του οργασμού, όπου έχουμε την οργασμική κορύφωση, και τη φάση της χαλάρωσης (ηρεμίας), που τόσο ψυχικά όσο και σωματικά η γυναίκα επανέρχεται στην αρχική της εικόνα προ της σεξουαλικής της εμπλοκής.
Η γυναίκα, από τη φάση της επιθυμίας, με την εγκεφαλική της ενεργοποίηση αφυπνίζει τους μηχανισμούς στο σώμα της και στα γεννητικά της όργανα, απαντώντας στα ερεθίσματα που αυξάνονται στη φάση της σεξουαλικής διέγερσης, δεύτερη φάση του σεξουαλικού κύκλου, προετοιμάζοντας τον κόλπο της με αντίστοιχη λίπανση και εφύγρανση για να φτάσει στη σεξουαλική πράξη της πεϊκής εισχώρησης.
Ο οργασμός, φαίνεται να ξεκινάει από το οργασμικό οροπέδιο (πλατό), που είναι η συνέχεια της σεξουαλικής διέγερσης της γυναίκας, προκειμένου να επέλθει η ολοκλήρωση της εφύγρανσης του κόλπου, η τάση της διόγκωσης των έξω γεννητικών οργάνων και κυρίως του αιδοίου. Ο κόλπος στα δύο εσωτερικά τριτημόρια διαστέλλεται και φουσκώνει, ενώ το εξωτερικό τριτημόριο διατηρεί την ελαστικότητά του. Όσο προχωρεί αυτή η φάση, τόσο ο μυϊκός τόνος αυξάνεται, τα εσωτερικά δύο τριτημόρια του κόλπου διαστέλλονται περισσότερο και ο κόλπος αλλάζει χρωματισμό.
Στη συνέχεια, μέσα από το παρασυμπαθητικό σύστημα, δημιουργούνται οι συγκινησιακές αντιδράσεις και η γυναίκα βιώνει τη στιγμή της πλήρους οργασμικής έξαρσης. Τότε, παρατηρείται αύξηση της καρδιακής συχνότητας στο διπλάσιο, πλήρης διόγκωση των μικρών και των μεγάλων χειλέων του αιδοίου, αύξηση του μυϊκού τόνου του περινέου και του πρωκτού και μεταβολή του χρώματος του κόλπου σε έντονο ερυθρό ή κυανέρυθρο.
Μετά τη φάση του οργασμού επέρχεται η φάση της αποκατάστασης, όπου ο οργανισμός επιστρέφει σταδιακά στην αρχική του κατάσταση. Η αποκατάσταση αυτή γίνεται αργότερα στην γυναίκα από ότι στον άνδρα και είναι πιθανό να εξακολουθούν να υπάρχουν συναισθήματα ευχαρίστησης και στη φάση αυτή.
Ποια είναι η σημασία του οργασμού στην σεξουαλική ζωή της γυναίκας; Μια γυναίκα πρέπει πάντα να έχει οργασμό;
Αναμφίβολα , η οργασμική κορύφωση για τη γυναίκα αποτελεί το επισφράγισμα της ηδονής και σηματοδοτεί το υψηλότερο σημείο της απόλαυσης κατά την σεξουαλική επαφή. Ωστόσο, ο οργασμός δεν είναι καθοριστικός και για την καλή σεξουαλική της ζωή.
Η απόλαυση της ερωτικής επαφής, η ψυχική και συναισθηματική συμμετοχή με τον ερωτικό της σύντροφο, αποτελούν σημαντικά στοιχεία στην ποιότητα της σεξουαλικής της έκφρασης. Με άλλα λόγια , αν μια γυναίκα δεν φτάσει στον οργασμό δεν σημαίνει ότι δεν απόλαυσε την σεξουαλική επαφή.
Αναμφίβολα πρέπει να συνεκτιμηθεί ο τρόπος που η ίδια βιώνει τη σεξουαλικότητά της, μέσα από τις εγγραφές και εμπειρίες της ζωής της, την αυτοεκτίμηση καθώς επίσης και την καλή εσωτερική ψυχική έκφραση για την εικόνα του σώματος.
Αυτό, διότι μέσα από τις κοινωνικές εγγραφές και μέσα από τον ρόλο που της αποδίδεται σαν αντικείμενο πόθου και πρωταγωνίστρια των σεξουαλικών φαντασιώσεων του άνδρα εραστή της, οδηγείται συχνά σε ένα άγχος αυτοπαρατήρησης που την αναγκάζει, πολλές φορές, να μη συμμετέχει πρωταγωνιστικά στη σεξουαλική διαδικασία, υποδυόμενη ρόλους ψεύτικου σεξουαλικού ερεθισμού. Είναι σημαντικό και για τους δύο να γνωρίζουν, ότι μια γυναίκα που δεν έχει οργασμό σε κάθε σεξουαλική επαφή, δεν είναι απαραίτητα ψυχρή ή δυσλειτουργική.
Ποιες είναι οι διαταραχές του οργασμού;
Οι διαταραχές του οργασμού χαρακτηρίζονται από την αδυναμία της γυναίκας να βιώσει την πλήρη ψυχοσωματική συμμετοχή και την αντίστοιχη ψυχική ηδονιστική έκφραση, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, αλλά και εκτός αυτής, όταν η ίδια δηλώνει αδυναμία κορύφωσης και στην επίμονη προσπάθεια ερεθισμού της κλειτορίδας.
Η διαταραχή του οργασμού φαίνεται να σχετίζεται με την κλειτοριδική ή κολπική αίσθηση κορύφωσης, που σε ορισμένες γυναίκες οι διαφορές είναι μεγάλες και χαρακτηρίζουν τόσο την απουσία του κολπικού οργασμού κατά την συνουσία, όσο και εκείνη του κλειτοριδικού (ερεθισμού με το χέρι).
Πολλές γυναίκες μπορούν να βιώσουν οργασμό με ερεθισμό της κλειτορίδας εκτός σεξουαλικής πράξης, αλλά δεν μπορούν να φτάσουν στον οργασμό στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, αν δεν υπάρχει και σύστοιχος κλειτοριδικός ερεθισμός με το χέρι τους ή με το χέρι του συντρόφου τους.
Είναι γεγονός ότι η γυναίκα παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση σε όλη τη φάση της σεξουαλικής διέγερσης μέχρι την οργασμική κορύφωση, καθώς επίσης ότι με την πάροδο της ηλικίας βιώνει καλύτερες οργασμικές κορυφώσεις και η αποκτώμενη σεξουαλική εμπειρία, της προσφέρει και καλύτερες σεξουαλικές διεγέρσεις.
Η διαταραχή του οργασμού είτε ως πρωτοπαθής (η γυναίκα δεν μπορεί να βιώσει ούτε κλειτοριδικά ούτε κολπικά οργασμική κορύφωση), είτε δευτεροπαθής (η γυναίκα χάνει για κάποια περίοδο την οργασμική της ικανότητα), φαίνεται να είναι κεντρικό πρόβλημα της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Η διάγνωση της διαταραχής του οργασμού ουσιαστικά βασίζεται στην κρίση του κλινικού γιατρού που θα συνεκτιμήσει την οργασμική αυτή λειτουργία σε σχέση με την ηλικία, τη σεξουαλική εμπειρία και τη σημαντική συμμετοχή του σεξουαλικού ερεθισμού.
Καθώς επίσης, η διάγνωση θα βασιστεί και σε κοινωνικές παραμέτρους, περιβαλλοντικές συνθήκες αλλά και την προσωπικότητα της γυναίκας μαζί με το πολιτισμικό και πνευματικό της επίπεδο, που συνδέονται με τη γενικότερη νοοτροπία και κουλτούρα της. Συνοπτικά, η σύγχρονη ιατρική κοινότητα ορίζει την διαταραχή οργασμού ως την επανειλημμένη αδυναμία της γυναίκας να βιώσει οργασμό μετά από μια επαρκή φάση διέγερσης.
Υπάρχει θεραπεία για τις διαταραχές του οργασμού;
Οι διαταραχές του οργασμού είναι μια από τις συχνότερες σεξουαλικές δυσλειτουργίες της γυναίκας. Τα επιστημονικά στοιχεία για την ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση των σεξουαλικών προβλημάτων στη γυναίκα είναι ενθαρρυντικά, καθώς οι γυναικείες σεξουαλικές δυσλειτουργίες αντιμετωπίζονται πλέον μέσα από πιο εξειδικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις.
Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των σεξουαλικών δυσλειτουργιών στη γυναίκα (μειωμένη επιθυμία, σεξουαλική αποστροφή, διαταραχή οργασμού και διαταραχές πόνου) αποσκοπεί στην αποκατάσταση της σεξουαλικής λειτουργίας του ατόμου και του ζευγαριού.
Μεγάλη έμφαση δίνεται στην επικοινωνία του ζευγαριού που θεωρείται καθοριστικός παράγοντας. Πολύ συχνά, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα αντανακλούν μια προβληματική επικοινωνία του ζευγαριού, αλλά και τα μη εκφρασμένα συναισθήματα των συντρόφων μεταξύ τους (συνήθως της γυναίκας προς τον άνδρα) με αποτέλεσμα πολλές φορές να ζητάει μόνη λύση στο πρόβλημα που ίσως αφορά και στους δυο.
Πηγή : Θάνος Ασκητής και Βασιλική Ντούμου