Kαθόταν στην υπέροχη βεράντα της μπροστά της απλωνόταν η θάλασσα, μόλις είχε τελειώσει το μπάνιο της και είπε να κάτσει λίγο στην βεράντα για να απολαύσει το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά της φόρεσε ένα μπουρνούζι το σκούφο της για το μαλλί , είχε βάλει και το ποτήρι της με το ποτό της πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι, είχε κάτσει όσο πιο άνετα μπορούσε και χανόταν στου Θεού το φεύγα της ημέρας…. στο ηλιοβασίλεμα.
Αφέθηκε στη μαγεία του ήλιου όταν χωνόταν όλο και περισσότερο στη θάλασσα σε λίγο θα πέφτανε της νύχτας τα σκοτάδια. Καθώς αγνάντευε τη θάλασσα σκέψεις διάφορες τριγυρνάγανε στο μυαλό της, όταν έσκυψε στο γυάλινο τραπεζάκι να πάρει το ποτό της, είδε το είδωλο της πάνω του, είχαν περάσει τα χρονια, μεγάλωνε, ένα δάκρυ κύλησε από τα ματια της, και σαν καταρράχτης ψυχής έπεσε πάνω στο τραπεζάκι, χωρίς να το θέλει με τα υπέροχα περιποιημένα δάκτυλα της σχημάτιζε καρδούλες πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. Το μυαλό της ταξίδευε στην ζωή της στον άντρα της τον Άλκη. Άξιοι και οι δυο και ο καθένας με τη δικια του δουλειά είχαν κάνει περιουσία μεγάλη, το σπίτι που βρισκόταν στη θάλασσα ήταν όνειρο ζωής, μια υπέροχη τριώροφη μεζονέτα στο Σούνιο με δικιά της παραλια, ένα ησυχαστήριο περισσότερη για εκείνη παρα για τον άντρα της. Ο Άλκης είχε μια ναυτιλιακή εταιρία δικιά του, και είχε καταφέρει από το μηδέν αυτοδημιούργητος γαρ να έχει 4 φορτηγά πλοία. Η Ρούλα είχε και αυτή τη δουλειά της ένα στούντιο αισθητικής που πήγαινε πολύ καλά.
Η ζωή τους σε γενικές γραμμές ήταν και για τους δυό ένα ατέλειωτο κυνήγι του χρήματος και της καλής ζωής, όμως ένα πρόβλημα που είχαν ήταν το μεγάλο μαράζι της Ρούλας. Ο άντρας της ήταν δεύτερη φορα παντρεμένος είχε παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και δεν ήθελε να κάνει άλλα παιδιά, ότι και να του έλεγε όσο και αν έκλαιγε και παρακαλούσε αυτός ήταν ανένδοτος, τις έλεγε ‘αν θέλεις παιδιά χωρίζουμε και κανε όσα θέλεις με οποιον θέλεις’ , τα περιθώρια είχαν αρχίσει και στενεύανε, είδη η Ρούλα ήταν 40 χρόνων και ήθελε απελπιστικά ένα παιδί όσο ποτε στη μέχρι τώρα ζωή της
Όμως κάτι ο αγώνας που είχαν κάνει μαζί, άλλο λίγο ότι ακόμα μετά από τόσα χρονια ήταν μαζί του ακόμα ερωτευμένη, δεν αποφάσιζε να τον χωρίσει και προσπαθούσε να βρει άλλες λύσεις! Μετά τον τελευταίο καυγά που είχαν για το θέμα παιδιά, άρχισε να σκέφτεται. Ούτε να χωρίσει αλλα ούτε και να χάσει την περιουσία που είχαν φτιάξει μαζί και ήταν όλα μισά μισά.
Στο κέντρο αισθητικής που είχε, δούλευε ένας νεαρός γυμναστής με υπέροχα μάτια και υπέροχο κορμί, πολλές φορες έπιανε τον εαυτό της να τον λοξοκοιτάει, αν και πολύ ερωτευμένη με τον άντρα της η γοητεία του απαγορευμένου την έκανε ώρες ώρες να νιώθει ερεθισμένη και να φαντασιώνεται διαφορα με τον γυμναστη.
Ο έρωτας της για τον Άλκη είχε κάνει το δρόμο του, από τη στιγμή που είχε διαφορες φαντασιώσεις με κάποιον άλλον, ο έρωτας για τον άντρα της σε συνδυασμό που τις στερούσε ότι ήθελε πολύ, τελειωνε σιγά σιγά.
Μιά παράλογη ιδέα μπήκε στο μυαλό της σαν γυναίκα που ήταν, ( ποτέ και κανείς δεν μπορεί να μπει στο μυαλό μιας γυναίκας γιατί και να μπει λάθος δρόμο θα ακολουθήσει.)
Και όμως αυτή η παραλογη ιδέα την έκανε να τη σκέφτεται όλο και περισσότερο, θα του πρότεινε να κάνει ένα παιδί μαζί της, ότι και να γινόταν ότι και να τις έλεγε αυτή θα είχε προσπαθήσει, ήταν μια απόφαση εν θερμό που λέει και ο κόσμος.
Ένα μεσημέρι λοιπόν που δεν είχαν κόσμο τον φώναξε στο γραφείο της, αυτό που θα του έλεγε ήταν πολύ σοβαρό και δεν ήξερε πως θα το πάρει, αντί λοιπόν να του προτείνει να βγούνε να ποιούν ένα καφέ και να να τα πούνε καλύτερα, αυτή προτίμησε να του το πει εκεί στο χώρο εργασίας του και μάλιστα στο γραφείο της.
Φυσικά το τι ακουλούθησε δεν περιγράφεται, ο γυμναστής έγινε θηρίο ανήμερο και το τι τις είπε δεν λέγεται ούτε και γράφετε, στο τέλος αφού πια άκουσε όσα δεν είχε ακούσει ποτέ, τις είπε ότι παραιτείται και από τη δουλειά της, κοπάνησε και την πόρτα και έγινε λαγός ο γυμναστής
Έμεινε εκεί να κοιτάει σαν χαμένη την ερμητικά κλεισμένη πόρτα και αντί να νευριάσει η να αισθανθεί ντροπή για ότι είχε ξεστομίσει στον ανθρωπάκο, αυτή ήταν μέσα στην καλή χαρά και χαμογελούσε, είχε βρει ένα άντρα πραγματικό και μέσα σε 15 λεπτά τον ερωτεύτηκε, μπαμ και κάτω που λέμε, άβυσος η ψυχή της γυναίκας και κανείς και ποτέ δεν μπορεί να μπει στην ψυχή της και πως σκέφτεται.
Είχε μετανιώσει παρα πολύ για ότι έκανε, έπρεπε να επανορθώσει, κάτι θα σκεφτόταν γυναικα ήταν άλλωστε.
Την επομενη τον πήρε τηλέφωνο απλά και όμορφα του ζήτησε συγγνώμη και τον παρακάλεσε να πιούνε ένα καφέ.
Χωρίς να της κάνει τσαλίμια δέχτηκε άμεσως να βγει μαζί της, συναντήθηκαν ένα όμορφο πρωινό σε ένα καφέ πλάι στο κύμα στην Βουλιαγμένη, άρχισε να του μιλάει για τη ζωή με τον άντρα της τον Άλκη, δεν περνούσε καλά και όλο αυτό το κυνήγι της δουλειάς την είχε κουράσει ήταν πια στα όρια της, κάποια στιγμή όταν του μίλαγε δάκρυσε, και εκείνος ακούμπησε τα δάκτυλα του ακριβώς κάτω από τα υπέροχα ματια της, σαν να ήθελε να τα σταματήσει.
Είπαν πολλά εκείνο το πρωινό, χώρισαν και είπαν να βρισκόντουσαν πάλι αύριο, σιγά σιγά ο παράνομος ερωτας τους φούντωνε όλο και περισσότερο, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, είχαν βρει και οι δυο το άλλο τους μισό.
Κάποια στιγμή η Ρούλα δεν μπορούσε πλέον να συμβιώσει με τον Άλκη και κάθισε και του μίλησε, του είπε ότι ήθελε να χωρίσουν. Η πρώτη του κουβέντα ήταν για το παιδί? εντάξει εντάξει o μωρό μου θα κάνουμε παιδί, άνθρωπος και αυτός σαν όλους μας, εκτιμάμε κάτι μονο όταν το χάσουμε, όμως τότε είναι αργά
Στην απόφαση της η Ρούλα ήταν ανένδοτη και τελικά χώρισε με τον Άλκη και παντρεύτηκε πάλι με το γυμναστή της που για χάρι του θα ξεκινούσε τη ζωή της μαζί του από την αρχή, χωρίς περιουσίες και τον αγώνα που είχε κάνει να τα αποκτήσει.
Όμως θα ήταν με αυτόν που ήθελε να έχει διπλα της !
http://fotis-eros.blogspot.com
Αφέθηκε στη μαγεία του ήλιου όταν χωνόταν όλο και περισσότερο στη θάλασσα σε λίγο θα πέφτανε της νύχτας τα σκοτάδια. Καθώς αγνάντευε τη θάλασσα σκέψεις διάφορες τριγυρνάγανε στο μυαλό της, όταν έσκυψε στο γυάλινο τραπεζάκι να πάρει το ποτό της, είδε το είδωλο της πάνω του, είχαν περάσει τα χρονια, μεγάλωνε, ένα δάκρυ κύλησε από τα ματια της, και σαν καταρράχτης ψυχής έπεσε πάνω στο τραπεζάκι, χωρίς να το θέλει με τα υπέροχα περιποιημένα δάκτυλα της σχημάτιζε καρδούλες πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. Το μυαλό της ταξίδευε στην ζωή της στον άντρα της τον Άλκη. Άξιοι και οι δυο και ο καθένας με τη δικια του δουλειά είχαν κάνει περιουσία μεγάλη, το σπίτι που βρισκόταν στη θάλασσα ήταν όνειρο ζωής, μια υπέροχη τριώροφη μεζονέτα στο Σούνιο με δικιά της παραλια, ένα ησυχαστήριο περισσότερη για εκείνη παρα για τον άντρα της. Ο Άλκης είχε μια ναυτιλιακή εταιρία δικιά του, και είχε καταφέρει από το μηδέν αυτοδημιούργητος γαρ να έχει 4 φορτηγά πλοία. Η Ρούλα είχε και αυτή τη δουλειά της ένα στούντιο αισθητικής που πήγαινε πολύ καλά.
Η ζωή τους σε γενικές γραμμές ήταν και για τους δυό ένα ατέλειωτο κυνήγι του χρήματος και της καλής ζωής, όμως ένα πρόβλημα που είχαν ήταν το μεγάλο μαράζι της Ρούλας. Ο άντρας της ήταν δεύτερη φορα παντρεμένος είχε παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και δεν ήθελε να κάνει άλλα παιδιά, ότι και να του έλεγε όσο και αν έκλαιγε και παρακαλούσε αυτός ήταν ανένδοτος, τις έλεγε ‘αν θέλεις παιδιά χωρίζουμε και κανε όσα θέλεις με οποιον θέλεις’ , τα περιθώρια είχαν αρχίσει και στενεύανε, είδη η Ρούλα ήταν 40 χρόνων και ήθελε απελπιστικά ένα παιδί όσο ποτε στη μέχρι τώρα ζωή της
Όμως κάτι ο αγώνας που είχαν κάνει μαζί, άλλο λίγο ότι ακόμα μετά από τόσα χρονια ήταν μαζί του ακόμα ερωτευμένη, δεν αποφάσιζε να τον χωρίσει και προσπαθούσε να βρει άλλες λύσεις! Μετά τον τελευταίο καυγά που είχαν για το θέμα παιδιά, άρχισε να σκέφτεται. Ούτε να χωρίσει αλλα ούτε και να χάσει την περιουσία που είχαν φτιάξει μαζί και ήταν όλα μισά μισά.
Στο κέντρο αισθητικής που είχε, δούλευε ένας νεαρός γυμναστής με υπέροχα μάτια και υπέροχο κορμί, πολλές φορες έπιανε τον εαυτό της να τον λοξοκοιτάει, αν και πολύ ερωτευμένη με τον άντρα της η γοητεία του απαγορευμένου την έκανε ώρες ώρες να νιώθει ερεθισμένη και να φαντασιώνεται διαφορα με τον γυμναστη.
Ο έρωτας της για τον Άλκη είχε κάνει το δρόμο του, από τη στιγμή που είχε διαφορες φαντασιώσεις με κάποιον άλλον, ο έρωτας για τον άντρα της σε συνδυασμό που τις στερούσε ότι ήθελε πολύ, τελειωνε σιγά σιγά.
Μιά παράλογη ιδέα μπήκε στο μυαλό της σαν γυναίκα που ήταν, ( ποτέ και κανείς δεν μπορεί να μπει στο μυαλό μιας γυναίκας γιατί και να μπει λάθος δρόμο θα ακολουθήσει.)
Και όμως αυτή η παραλογη ιδέα την έκανε να τη σκέφτεται όλο και περισσότερο, θα του πρότεινε να κάνει ένα παιδί μαζί της, ότι και να γινόταν ότι και να τις έλεγε αυτή θα είχε προσπαθήσει, ήταν μια απόφαση εν θερμό που λέει και ο κόσμος.
Ένα μεσημέρι λοιπόν που δεν είχαν κόσμο τον φώναξε στο γραφείο της, αυτό που θα του έλεγε ήταν πολύ σοβαρό και δεν ήξερε πως θα το πάρει, αντί λοιπόν να του προτείνει να βγούνε να ποιούν ένα καφέ και να να τα πούνε καλύτερα, αυτή προτίμησε να του το πει εκεί στο χώρο εργασίας του και μάλιστα στο γραφείο της.
Φυσικά το τι ακουλούθησε δεν περιγράφεται, ο γυμναστής έγινε θηρίο ανήμερο και το τι τις είπε δεν λέγεται ούτε και γράφετε, στο τέλος αφού πια άκουσε όσα δεν είχε ακούσει ποτέ, τις είπε ότι παραιτείται και από τη δουλειά της, κοπάνησε και την πόρτα και έγινε λαγός ο γυμναστής
Έμεινε εκεί να κοιτάει σαν χαμένη την ερμητικά κλεισμένη πόρτα και αντί να νευριάσει η να αισθανθεί ντροπή για ότι είχε ξεστομίσει στον ανθρωπάκο, αυτή ήταν μέσα στην καλή χαρά και χαμογελούσε, είχε βρει ένα άντρα πραγματικό και μέσα σε 15 λεπτά τον ερωτεύτηκε, μπαμ και κάτω που λέμε, άβυσος η ψυχή της γυναίκας και κανείς και ποτέ δεν μπορεί να μπει στην ψυχή της και πως σκέφτεται.
Είχε μετανιώσει παρα πολύ για ότι έκανε, έπρεπε να επανορθώσει, κάτι θα σκεφτόταν γυναικα ήταν άλλωστε.
Την επομενη τον πήρε τηλέφωνο απλά και όμορφα του ζήτησε συγγνώμη και τον παρακάλεσε να πιούνε ένα καφέ.
Χωρίς να της κάνει τσαλίμια δέχτηκε άμεσως να βγει μαζί της, συναντήθηκαν ένα όμορφο πρωινό σε ένα καφέ πλάι στο κύμα στην Βουλιαγμένη, άρχισε να του μιλάει για τη ζωή με τον άντρα της τον Άλκη, δεν περνούσε καλά και όλο αυτό το κυνήγι της δουλειάς την είχε κουράσει ήταν πια στα όρια της, κάποια στιγμή όταν του μίλαγε δάκρυσε, και εκείνος ακούμπησε τα δάκτυλα του ακριβώς κάτω από τα υπέροχα ματια της, σαν να ήθελε να τα σταματήσει.
Είπαν πολλά εκείνο το πρωινό, χώρισαν και είπαν να βρισκόντουσαν πάλι αύριο, σιγά σιγά ο παράνομος ερωτας τους φούντωνε όλο και περισσότερο, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, είχαν βρει και οι δυο το άλλο τους μισό.
Κάποια στιγμή η Ρούλα δεν μπορούσε πλέον να συμβιώσει με τον Άλκη και κάθισε και του μίλησε, του είπε ότι ήθελε να χωρίσουν. Η πρώτη του κουβέντα ήταν για το παιδί? εντάξει εντάξει o μωρό μου θα κάνουμε παιδί, άνθρωπος και αυτός σαν όλους μας, εκτιμάμε κάτι μονο όταν το χάσουμε, όμως τότε είναι αργά
Στην απόφαση της η Ρούλα ήταν ανένδοτη και τελικά χώρισε με τον Άλκη και παντρεύτηκε πάλι με το γυμναστή της που για χάρι του θα ξεκινούσε τη ζωή της μαζί του από την αρχή, χωρίς περιουσίες και τον αγώνα που είχε κάνει να τα αποκτήσει.
Όμως θα ήταν με αυτόν που ήθελε να έχει διπλα της !
http://fotis-eros.blogspot.com