Κατηγορήθηκε για πρόκληση εθισμού, παραισθήσεων και σχιζοφρένειας, αγαπήθηκε για το σμαραγδένιο χρώμα του, τη ζάλη και την έμπνευση που χάριζε, γέννησε μύθους, έγινε θρύλος, απαγορεύθηκε και… επέστρεψε δυναμικά. Ίσως το μοναδικό ποτό με τέτοια αύρα μυστηρίου γύρω από το όνομά του, το Αψέντι απέκτησε, στην διακοσαετή ιστορία του, φανατικούς θαυμαστές και ορκισμένους εχθρούς.
Μια πρώτη αναζήτηση στο Google επιστρέφει τέσσερα εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες αποτελέσματα. Για κάθε σημαντική ή ασήμαντη λεπτομέρεια, από την ιστορία, τον τρόπο παρασκευής του και τις παρενέργειες μέχρι την επίσημη χώρα παραγωγής, τον τρόπο σερβιρίσματος και την απαγόρευση, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές απόψεις.
Το μόνο σημείο στο οποίο όλοι συμφωνούν, είναι η σημερινή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1988 και υπαγορεύει πως «το αψέντι μπορεί πλέον να παρασκευάζεται και να πωλείται νόμιμα, υπό την προϋπόθεση να μην περιέχει περισσότερα από 10 mg θυϊόνη (thujone)». Όπου θυϊόνη –ή αλλιώς θουγιόνη– βλέπε την τοξική ουσία του βασικού για την παρασκευή του αψεντιού βοτάνου, της αψιθιάς, η απαγόρευση της οποίας κρίθηκε απαραίτητη για να μην ξανακόψει κανένας Ευρωπαίος πολίτης το αυτί του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ιστορία (του), Αμαρτία (μας)
Η ονομασία του πράσινου ελιξιρίου προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αψίνθιον –ήτοι, αυτό που δεν πίνεται– και γραπτές πηγές αναφέρουν τη χρήση του ομώνυμου αρωματικού ποώδες φυτού, της αψιθιάς, για ιατροφαρμακευτικούς λόγους από πολλούς λαούς κατά την αρχαιότητα, μεταξύ των οποίων οι Σουμέριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες. Κατά το Μεσαίωνα, η βρασμένη αψιθιά χρησιμοποιούταν για να θεραπεύσει τη δυσπεψία.
Πατέρας της σύγχρονης συνταγής του αψεντιού θεωρείται ο Dr. Pierre Ordinaire, ο οποίος παρασκευάζει για πρώτη φορά το ποτό με τη σημερινή του μορφή το 1792 στη Val de Travers της Ελβετίας, το αποκαλεί «πράσινη νεράιδα» και το πουλάει ισχυριζόμενος ότι θεραπεύει τα πάντα, από πονοκεφάλους μέχρι επιληψία και πέτρα στα νεφρά. Λίγο καιρό αργότερα, ο Major Dubied διαβλέπει τις δυνατότητες της «πράσινης νεράιδας» όχι ως φαρμάκου, αλλά ως απεριτίφ, αγοράζει την πατέντα και ξεκινάει την παραγωγή. Το 1805, ο γαμπρός του, Henri-Louis Pernod θα ιδρύσει τη θρυλική εταιρεία Pernod Fils στο Pontarlier της Γαλλίας, της οποίας τα κέρδη από την παραγωγή αψεντιού θα αγγίξουν τα όρια του μύθου.
Οι Γάλλοι στρατιώτες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αψεντιού το 1840, κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αλγερία, διότι θεωρούν ότι τους προστατεύει από την ελονοσία –κάνοντάς τους, παράλληλα, να ξεχνούν τις κακουχίες και την εν γένει κατάσταση. Μερικά χρόνια αργότερα, το αψέντι θα περάσει από τα πεδία της μάχης στα καφέ και τα καμπαρέ του Παρισιού, όπου θα βρει μεγάλη απήχηση στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Ένα βράδυ του 1889 ο Τουλούζ Λωτρέκ σερβίρει ένα κοκτέιλ με βάση το αψέντι στους θαμώνες του Moulin Rouge και η Πράσινη Νεράιδα αποκτά επισήμως το διαβατήριό της για τους κύκλους της διανόησης. Μποντλέρ, Βερλέν, Ρεμπό, Ζολά, Πικάσο, Χέμινγουει κι αμέτρητοι άλλοι ορκίζονται εφεξής στο όνομά του και ο όρος «αψεντισμός» γράφεται –με πράσινα γράμματα– στην ιστορία.
Η αρχή του τέλους ήρθε όταν, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, μετά από έναν ιδιαίτερα έντονο καβγά με το συγκάτοικό του, Πολ Γκογκέν. Πράξη η οποία αποδόθηκε στην υπερβολική κατανάλωση αψεντιού και, μαζί με διάφορες άλλες παρενέργειες που οι συντηρητικοί κύκλοι ισχυρίζονταν πως προκαλεί το πράσινο δηλητήριο σε «σωστούς και ευυπόληπτους κατά τα άλλα ανθρώπους, τους οποίους μεταμορφώνει σε τέρατα», οδήγησαν τελικά στην απαγόρευσή του σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες –πλην της Τσεχίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
http://www.in2life.gr
Μια πρώτη αναζήτηση στο Google επιστρέφει τέσσερα εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες αποτελέσματα. Για κάθε σημαντική ή ασήμαντη λεπτομέρεια, από την ιστορία, τον τρόπο παρασκευής του και τις παρενέργειες μέχρι την επίσημη χώρα παραγωγής, τον τρόπο σερβιρίσματος και την απαγόρευση, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές απόψεις.
Το μόνο σημείο στο οποίο όλοι συμφωνούν, είναι η σημερινή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1988 και υπαγορεύει πως «το αψέντι μπορεί πλέον να παρασκευάζεται και να πωλείται νόμιμα, υπό την προϋπόθεση να μην περιέχει περισσότερα από 10 mg θυϊόνη (thujone)». Όπου θυϊόνη –ή αλλιώς θουγιόνη– βλέπε την τοξική ουσία του βασικού για την παρασκευή του αψεντιού βοτάνου, της αψιθιάς, η απαγόρευση της οποίας κρίθηκε απαραίτητη για να μην ξανακόψει κανένας Ευρωπαίος πολίτης το αυτί του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ιστορία (του), Αμαρτία (μας)
Η ονομασία του πράσινου ελιξιρίου προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αψίνθιον –ήτοι, αυτό που δεν πίνεται– και γραπτές πηγές αναφέρουν τη χρήση του ομώνυμου αρωματικού ποώδες φυτού, της αψιθιάς, για ιατροφαρμακευτικούς λόγους από πολλούς λαούς κατά την αρχαιότητα, μεταξύ των οποίων οι Σουμέριοι, οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες. Κατά το Μεσαίωνα, η βρασμένη αψιθιά χρησιμοποιούταν για να θεραπεύσει τη δυσπεψία.
Πατέρας της σύγχρονης συνταγής του αψεντιού θεωρείται ο Dr. Pierre Ordinaire, ο οποίος παρασκευάζει για πρώτη φορά το ποτό με τη σημερινή του μορφή το 1792 στη Val de Travers της Ελβετίας, το αποκαλεί «πράσινη νεράιδα» και το πουλάει ισχυριζόμενος ότι θεραπεύει τα πάντα, από πονοκεφάλους μέχρι επιληψία και πέτρα στα νεφρά. Λίγο καιρό αργότερα, ο Major Dubied διαβλέπει τις δυνατότητες της «πράσινης νεράιδας» όχι ως φαρμάκου, αλλά ως απεριτίφ, αγοράζει την πατέντα και ξεκινάει την παραγωγή. Το 1805, ο γαμπρός του, Henri-Louis Pernod θα ιδρύσει τη θρυλική εταιρεία Pernod Fils στο Pontarlier της Γαλλίας, της οποίας τα κέρδη από την παραγωγή αψεντιού θα αγγίξουν τα όρια του μύθου.
Οι Γάλλοι στρατιώτες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αψεντιού το 1840, κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αλγερία, διότι θεωρούν ότι τους προστατεύει από την ελονοσία –κάνοντάς τους, παράλληλα, να ξεχνούν τις κακουχίες και την εν γένει κατάσταση. Μερικά χρόνια αργότερα, το αψέντι θα περάσει από τα πεδία της μάχης στα καφέ και τα καμπαρέ του Παρισιού, όπου θα βρει μεγάλη απήχηση στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Ένα βράδυ του 1889 ο Τουλούζ Λωτρέκ σερβίρει ένα κοκτέιλ με βάση το αψέντι στους θαμώνες του Moulin Rouge και η Πράσινη Νεράιδα αποκτά επισήμως το διαβατήριό της για τους κύκλους της διανόησης. Μποντλέρ, Βερλέν, Ρεμπό, Ζολά, Πικάσο, Χέμινγουει κι αμέτρητοι άλλοι ορκίζονται εφεξής στο όνομά του και ο όρος «αψεντισμός» γράφεται –με πράσινα γράμματα– στην ιστορία.
Η αρχή του τέλους ήρθε όταν, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, μετά από έναν ιδιαίτερα έντονο καβγά με το συγκάτοικό του, Πολ Γκογκέν. Πράξη η οποία αποδόθηκε στην υπερβολική κατανάλωση αψεντιού και, μαζί με διάφορες άλλες παρενέργειες που οι συντηρητικοί κύκλοι ισχυρίζονταν πως προκαλεί το πράσινο δηλητήριο σε «σωστούς και ευυπόληπτους κατά τα άλλα ανθρώπους, τους οποίους μεταμορφώνει σε τέρατα», οδήγησαν τελικά στην απαγόρευσή του σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες –πλην της Τσεχίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
http://www.in2life.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου